σκεπάζω

σκεπάζω
+ V 9-3-6-7-16=41 Ex 2,2; 12,13.27; 33,22; 40,3
A: to cover, to hide, to shelter [τινα] Ex 2,2; to draw over [ἐπί τινος] Nm 9,20; id. [ἐπί τινα] Ex 33,22;
id. [τι] Ex 12,27; to protect, to shelter [τινα] Ex 12,13; to watch over, to protect [τινα] Dt 32,11 M/P: to shelter oneself Ps 60(61),5
*1 Sm 23,26 σκεπαζόμενος covering himself, hiding-חפה or-חפף for MT חפז hurrying
Cf. DOGNIEZ 1992 201.327-328; HARL 1992a=1993 193; LE BOULLUEC 1989 49.80.147.151.336; LEE, J.
1983 50.76-77; WALTERS 1973, 249
(→ἐπισκεπάζω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκεπάζω — cover pres subj act 1st sg σκεπάζω cover pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάζω — σκεπάζω, σκέπασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… …   Dictionary of Greek

  • σκεπάζω — σκέπασα, σκεπάστηκα, σκεπασμένος 1. καλύπτω: Το χιόνι σκέπασε τα πάντα. – Σκεπάστηκε με μια χοντρή κουβέρτα, για να μην κρυώνει. 2. προστατεύω, προκαλύπτω: Τους δικούς μας τους σκέπαζε ένας ορεινός όγκος από τις οβίδες του εχθρού. 3. αποσιωπώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκεπάζῃ — σκεπάζω cover pres subj mp 2nd sg σκεπάζω cover pres ind mp 2nd sg σκεπάζω cover pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκεπασμένα — σκεπάζω cover perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκεπασμένᾱ , σκεπάζω cover perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκεπασμένᾱ , σκεπάζω cover perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφροσκεπάζω — σκεπάζω ελαφρά, με ελαφριά σκεπάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκεπάζω] …   Dictionary of Greek

  • σκεπαζομένων — σκεπάζω cover pres part mp fem gen pl σκεπάζω cover pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαζόμενον — σκεπάζω cover pres part mp masc acc sg σκεπάζω cover pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπασθέντα — σκεπάζω cover aor part pass neut nom/voc/acc pl σκεπάζω cover aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάζει — σκεπάζω cover pres ind mp 2nd sg σκεπάζω cover pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”